- σάτιρα
- Λογοτεχνικό είδος που έχει σκοπό να υπογραμμίσει και να καυτηριάσει, με στοιχεία κυρίως κωμικά και παραμορφωτικά - αλλά συχνά και τραγικά - τα ανθρώπινα ελαττώματα και ατέλειες και επομένως να διορθώσει τα ήθη. Είναι δύσκολο να αναπλάσουμε την ιστορία της σ., γιατί πολύ συχνά τα κίνητρα, τα θέματα και οι σκοποί της συμπλέκονται με της κωμωδίας, του επιγράμματος, της ιαμβικής ποίησης γενικά, της ηρωικοκωμικής ποίησης κλπ. Η ίδια η ετυμολογία της λέξης (ίσως satura, ανακάτεμα διάφορων ειδών στα μέτρα και στα θέματα) έχει προκαλέσει πολλές διχογνωμίες και συνδέεται με τη λατινική λογοτεχνία. Η ελληνική λογοτεχνία, πράγματι, δεν είχε αληθινή σ., αν και ήταν πολλοί οι συγγραφείς με περισσότερο ή λιγότερο σατιρική πρόθεση (κωμωδιογράφοι, τραγικοί, λυρικοί, διδασκαλικοί κλπ.). Με τη λατινική σ. συγγενεύουν μερικοί συγγραφείς ποιητικών παρωδιών, τις περισσότερες φορές με φιλοσοφικό βάθος (π.χ. ο Μένιππος από τα Γάδαρα, από τον οποίο πήρε το όνομα ο τύπος της λατινικής σ. που λέγεται «μενίππειος»). Έξω όμως από τα μετρικά σχήματα που την κάνουν ευδιάκριτη στους Λατίνους συγγραφείς, η ελληνική σ., με την ηθική έννοια, στην οποία αναφερόταν στην αρχή, τιμάται με τα ονόματα του Αριστοφάνη, του Μένανδρου, του Αλκαίου, του Αρχίλοχου κ.ά., ως το Λουκιανό. Ο πρώτος Λατίνος συγγραφέας σ. πρέπει να ήταν ο Έννιος, αλλά ο τίτλος του πρώτου σατιρικού ποιητή με τη νεώτερη έννοια αποδίνεται στο Λουκίλιο. Με τον Οράτιο, τον Πέρσιο και το Γιουβενάλι η σ. έγινε ένα από τα πιο πρωτότυπα είδη της ρωμαϊκής λογοτεχνίας. Έξω από τους αυστηρούς κανόνες του είδους, διακρίθηκαν και πολλοί άλλοι σατιρικοί ποιητές στη Ρώμη, από τους οποίους πρέπει να αναφερθούν ιδιαίτερα ο Σενέκας με την Αποκολοκύνθωση (Apocolocyntosis), ο Πετρώνιος με το Σατορικόν (Satyricon). Η μεσαιωνική σ. είναι ηθοπλαστική και αλληγορική: θέμα της είναι τα ελαττώματα του κλήρου, η σχολαστικότητα των φιλοσόφων, οι πολιτικές μηχανορραφίες, η χαλάρωση των ηθών. Σύμβολα της σ. ήταν συχνά, όπως παλιότερα στον Αίσωπο και στο Φαίδρο, τα ζώα (Μυθιστόρημα της Αλεπούς -Roman de Renart). Από τη μεταβυζαντινή λογοτεχνία σημειώνουμε μια σειρά ανάλογα έργα: Διήγησις παιδιόφραστος των τετραπόδων ζώων, Συναξάριον του τιμημένου γαδάρου, Πουλολόγος κ.ά. (Ελλάδα, Γράμματα, Βυζαντινή περίοδος). Ιδιαίτερα ρωμαλέα ήταν η πολιτική σ. μερικών τροβαδούρων, του Γκουιττόνε ντ’ Αρέτσο στην Ιταλία, ακόμα και των Δάντη, Πετράρχη και Βοκκάκιου. Αν ο ουμανισμός μιμήθηκε τους Λατίνους, το 16o αι. πρωτότυπες σ. έγραψε ο Αριόστο και έργα με σατιρική διάθεση έγραψαν οι Μπέρνι, Αρετίνο, Φολένγκο κλπ. Για τις μεγάλες ευρωπαϊκές λογοτεχνίες, που παρουσίασαν σατιρικά αριστουργήματα σε όλες τις εποχές, η αναφορά πρέπει να γίνεται περισσότερο στα έργα με γενικά σατιρική διάθεση παρά στη σ. που χαρακτηρίζεται από καθορισμένες μετρικές μορφές. Στη σατιρική Γαλλία είναι ο Ραμπελαί και ο Ντεπεριέρ, ο Μαρό και ο Ρενιέ, ο Μπουαλώ και ο Λα Φονταίν κι έπειτα ο Βολταίρος των φιλοσοφικών μυθιστορημάτων, ο Ντιντερό και ο Μοντεσκιέ. Εξίσου μεγάλη είναι η αγγλική σατιρική παράδοση: από τον Τσώσερ ως τον Μπεν Τζόνσον, από τον Ντον ως τον Πόουπ, από το Σουίφτ ως τον Ντεφόε, από το Στερν ως το Φήλντινγκ και ακόμα ως τον Μπάυρον, τον Ντίκενς, το Σω κλπ. Η Ισπανία έδωσε τα καλύτερα δείγματα κυρίως στο Χρυσό Αιώνα της με το Θερβάντες και, αργότερα, με τον Κεβέντο. Στη γερμανική λογοτεχνία πρέπει να αναφερθούν ιδιαίτερα ο Βάλτερ φον ντερ Φόγκελβαϊντε, ο Χανς Ζαξ και ακόμα ο Γκρίμελσχαουζεν και ο Χάινε. Στη σύγχρονη εποχή στη Γερμανία η σ. είναι περισσότερο ζωντανή από κάθε άλλη φορά: αρκεί ν’ αναφερθεί η χαρακτηριστικότερη από όλες περίπτωση του Μπρεχτ. Στη Ρωσία τέλος, στο 19o αι. εμφανίστηκαν σατιρικές εκδηλώσεις μεγάλης πνοής, ιδιαίτερα στον πεζό λόγο και στο θέατρο: Γκόγκολ, Γκριμπογέντωφ, Σαλτύκωφ -Στσέντριν, Οστρόβσκι.
Στη νεοελληνική λογοτεχνία πρέπει v’ αναφερθεί κυρίως η σατιρική ποίηση του Ανδρέα Λασκαράτου, του Αλέξανδρου Σούτσου και του Γεώργιου Σουρή.
Η σ. έχει τις προεκτάσεις της και στη Ζωγραφική, στην οποία καλλιεργήθηκε, είτε με έμμεσο τρόπο, είτε και απευθείας, όπως στα περίφημα σατιρικά έργα του Γκόγια. Η γελοιογραφία είναι εξάλλου μορφή ζωγραφικής σ., περισσότερο, βέβαια, εκλαϊκευμένη, αλλά και πολύ διαδομένη στην εποχή μας, κυρίως με τη μορφή της πολιτικής σ. Στη ζωγραφική του είδους εξαίρετα δείγματα έδωσε ο Γάλλος Ντωμιέ, που κοσμούν τώρα μεγάλες διεθνούς φήμης, πινακοθήκες.
Ο Γκόγια με τις χαλκογραφίες της σειράς «Καπρίτσια» έδωσε μια σατιρική εικόνα της Ισπανίας.
Ένας αρχιστράτηγος του πάπα Ουρβανού H’: γελοιογραφία του Τζαν Λορέντσο Μπερνίνι (1598-1680) (Cabinetto delle Stampe, Ρώμη).
Τζέιμς Γκίλρεϊ: «Η Εθνοσυνέλευση απολιθωμένη» (1791). Χώρα με δημοκρατικές παραδόσεις, η Μεγάλη Βρετανία υπήρξε κατά τον 18o αιώνα το κέντρο της κοινωνικής και πολιτικής σάτιρας.
* * *η, Ν1. φιλολ. είδος ρωμαϊκού σκωπτικού ποιήματος, με διάφορα θέματα, όπου επικρίνεται η αχρειότητα και ο παραλογισμός, είδος που επινόησε ο ποιητής Λουκίλιος2. λογοτεχνικό είδος, σε στίχους ή σε πεζό λόγο, στο οποίο με σκωπτικό τρόπο και ειρωνική διάθεση, ως επί το πλείστον μαχητική, ασκείται κριτική σε πρόσωπα, φαινόμενα και καταστάσεις αρνητικού χαρακτήρα, με στόχο την διόρθωσή τους, σε αντιδιαστολή με την κωμωδία, η οποία δεν έχει εμφανή την αναμορφωτική πρόθεση τής σάτιρας3. ειρωνεία, διακωμώδηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. satira, μτγν. τ. τού satura (απ' όπου το -υ- τού τ. σάτυρα), ουσιαστικοποιημένο τ. τού επιθ. satur, -ura, -urum «κορεσμένος, πλήρης, γεμάτος». Το θηλ. satura / satira χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει είδος ποικίλου ποιήματος με δραματικά, σκωπτικά και χλευαστικά στοιχεία, απ' όπου και η σημ. τής λ. στη Νέα Ελληνική (πρβλ. και φάρσα < λατ. farcio «γεμίζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.